- ερωτηματίζω
- ἐρωτηματίζω (Α) [ερώτημα]ερωτώ, κάνω ερωτήσεις για να προκαλέσω συμπεράσματα από τον αντίπαλό μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρωτηματίσαι — ἐρωτηματίζω aor inf act ἐρωτηματίσαῑ , ἐρωτηματίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτηματίζειν — ἐρωτηματίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)